Πολλές φορές στη ζωή μας νιώθουμε πιεσμένοι, απεγνωσμένοι, ανήμποροι να διαχειριστούμε δυσκολίες που μπορεί να είναι ή να μας φαίνονται εξαιρετικά δύσκολες. Η Συμβουλευτική ή αλλιώς Counseling είναι μια διαδικασία αλληλεπίδρασης μεταξύ του Συμβούλου και του ατόμου ή των ατόμων που απευθύνονται σ’ αυτόν που έχει στόχο να βοηθήσει να επεξεργαστούν ζητήματα που τα απασχολούν έτσι ώστε να ζουν μία, κατά την κρίση τους, περισσότερο ικανοποιητική και ολοκληρωμένη ζωή, τόσο σε προσωπικό επίπεδο αλλά και ως μέλη μιας ευρύτερης κοινωνίας. Κατά αυτήν την έννοια έχει έναν περισσότερο στοχευμένο χαρακτήρα σε ζητήματα που προκαλούν σημαντική δυσλειτουργία στη ζωή και καθημερινότητα του ατόμου.
Η Συμβουλευτική μπορεί να συμβάλλει για αντιμετώπιση και λύση συγκεκριμένων προβλημάτων, όπως η βελτίωση των ενδοπροσωπικών και διαπροσωπικών σχέσεων, η λήψη αποφάσεων, η επίλυση συγκρούσεων, η αντιμετώπιση κρίσεων, αλλά και η διαχείρηση γενικότερων θεμάτων προσωπικής ανάπτυξης.
Μία συνηθισμένη παρεξήγηση σχετικά με τη διαδικασία της Συμβουλευτικής είναι ότι αποτελεί μέσον παροχής συγκεκριμένων ‘συμβουλών’ από το ‘σύμβουλο’ προς το ‘συμβουλευόμενο’. Θεωρείται συχνά δηλαδή, ότι ο σύμβουλος θα λάβει συγκεκριμένες αποφάσεις για λογαριασμό του συμβουλευόμενου, με την έννοια ότι θα «του πει τι να κάνει». Κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Αντίθετα, παρά το γεγονός ότι όντως η ορολογία του επαγγέλματος παραπέμπει στην έννοια της παροχής ‘συμβουλών’, ο ρόλος του συμβούλου είναι καθοδηγητικός, και υποστηρικτικός στην διερεύνηση επιλογών, εναλλακτικών λύσεων και αποφάσεων, με βασικό γνώμονα ότι οι αποφάσεις, αλλαγές, ανήκουν πάντα στον συμβουλευόμενο.
«Ο ρόλος του σύμβουλου είναι να δημιουργεί τις συνθήκες που θα επιτρέψουν στο συμβουλευόμενο να βρει απαντήσεις που θα συμφωνούν περισσότερο με τις δικές του αξίες.» (Corey, 2009).